-
1 защита
защита ж 1) η υπεράσπιση η προστασία (охрана) \защита мира η υπεράσπιση της ειρήνης 2) спорт, η άμυνα* * *ж1) η υπεράσπιση; η προστασία ( охрана)защи́та ми́ра — η υπεράσπιση της ειρήνης
2) спорт. η άμυνα -
2 мир
I мир Ι м (вселенная) о κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένη· во всём \мире σ' όλο τον κόσμο II мир II м (согласие) η ειρήνη' \мир во всём \мир οη ειρήνη σ' όλο τον κόσμο· прочный \мир η σταθερή ειρήνη· борьба за \мир ο αγώνας για την ειρήνη· защита \мира η υπεράσπιση της ειρήνης* жить в \мире ζούμε αγαπημένα" заключить \мир συνάπτω ειρήνη* * *I м( вселенная) ο κόσμος, το σύμπαν, η οικουμένηII м( согласие) η ειρήνηпро́чный мир — η σταθερή ειρήνη
борьба́ за мир — ο αγώνας για την ειρήνη
защи́та мира — η υπεράσπιση της ειρήνης
заключи́ть мир — συνάπτω ειρήνη
-
3 защита
защи́т||аж1. (действие) ἡ ὑπεράσπι-σηΐ-ιςί ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα:\защита мира ἡ ὑπεράσπιση τής είρήνης· \защита диссертации ἡ ὑποστήριξη τής διατριβής· \защита подсудимого ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ὑποδίκου· искать \защитаы ζητώ προστασία· вставать на \защитау кого-л. ὑπερασπίζομαι κάποιον, ἀναλαβαίνω τήν προστασία· в \защитау γιά τήν ὑπεράσπιση· под \защитаой ὑπό τήν προστα-σίαν2. (то, что защищает) ἡ προστασία, ἡ ἄμυνα / ἡ προκάλυψη [-ις] (укрытие):противотанковая \защита ἡ ἀντιαρματική ἄμυνα·3. юр. ἡ ὑπεράσπιση [-ις], οἱ συνήγοροι:свидетели \защитаы οἱ μάρτυρες ὑπερασπίσεως·4. спорт. ἡ ᾶμυνα. -
4 защита
-ы θ.1. υπεράσπιση, προάσπιση, προστασία, υποστήριξη• προφύλαξη•защита мира υπεράσπιση της ειρήνης•
взять кого под -у παίρνω κάποιον υπο την προστασία•
интересов η υπεράσπιση των συμφερόντων•
защита от солнца προφύλαξη από τον ήλιο•
меры социальной -ы μέτρα κοινωνικής προστασίας•
искать -ы αναζητω προστασία•
стоять на -е παίρνω το μέρος, υποστηρίζω•
защита диссертации υποστήριξη διατριβής•
без -ы, без прикрытия (στρατ.) απροφύλακτα, απροκάλυπτα.
2. (στρατ.) άμυνα•противотанковая защита αντιαρματική άμυνα.
5. (νομ.) η υπεράσπιση (οι συνήγοροι).4. (αθλτ.) άμυνα (οι παίχτες).
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ντικομέν, Ελί — (Elie Ducommum, 1833 – 1906). Ελβετός δημοσιογράφος. Εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες της πατρίδας του και διακρίθηκε για τις φιλελεύθερες αντιλήψεις και τη φιλειρηνική δράση του. Το 1891, το συνέδριο των ειρηνόφιλων στη Ρώμη, του ανέθεσε τη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Λιβύη — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουνίου. II Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Έπαφου, βασιλιά της Αιγύπτου. Έπειτα από δεσμό της με τον Ποσειδώνα απέκτησε τον Λέλεγα,… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek